ψύγω

ψύγω
ψύγω,
A = ψύχω, dry, Dsc.1.26, al., Gp.9.33.2, 11.26.3, EM366.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυγώ — έω, ΜΑ μσν. (αμτβ.) μτφ. μειώνομαι, ελαττώνομαι («ἀγάπη... ἡ πρὸς θεὸν ψυγήσασα», Ησ. Μιλ.) αρχ. (για πρόσ.) επιζητώ αναψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. ψύχω (ΙΙ) «παγώνω», κατά τα συνηρημένα σε έω] …   Dictionary of Greek

  • ψύγω — ΜΑ (μτγν τ.) βλ. ψύχω (II) …   Dictionary of Greek

  • ημιψυγής — ἡμιψυγής, ές (AM) μισοκρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψύγω / ψύχω] …   Dictionary of Greek

  • ψύχω — (I) Α 1. πνέω, φυσώ 2. στεγνώνω, ξηραίνω 3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή]. (II) ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.) αρχ. 1. δροσίζω 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”